ερμοκύλημα

ερμοκύλημα
το
έρμαιο, παίγνιο («τών ανέμων ερμοκύλημα», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + κύλημα (< κυλώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”